- παλάβρας
- ο1) самонадеянный хвастун, бахвал; 2) см. παλαβός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλάβρας — ο [παλάβρα] 1. παλαβός 2. αυτός που λέει παλάβρες … Dictionary of Greek
παλάβρας — ο ο μωρόλογος, ο καυχησιάρης, ο φλύαρος (βλ. παλαβός): Ακούγαμε τόση ώρα τον παλάβρα και μας έκανε καζάνι το κεφάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαβρός — ο [παλάβρα] παλάβρας … Dictionary of Greek